λογοκριτικός

λογοκριτικός
η , ό[ν]
1) цензурный; 2) цензорский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λογοκριτικός" в других словарях:

  • λογοκριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκριτής. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censorial, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»